- πολιτείαι
- πολῑτείᾱͅ , πολιτείαcondition and rights of a citizenfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολιτεῖαι — πολῑτεῖαι , πολιτεία condition and rights of a citizen fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτεία — η, ΝΜΑ, ιων. τ. πολητηΐη, Α [πολιτεύομαι] 1. (στην αρχαιότητα) α) η μορφή τής κρατικής οργάνωσης που υιοθετούν οι πολίτες μιας χώρας, ο τύπος τού πολιτεύματος (α. «ὁμολογοῦνται τρεῑς εἶναι πολιτεῑαι, τυραννίς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία», Αισχίν … Dictionary of Greek
ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek
Δικαίαρχος — (τέλη 4ου αι. π.Χ.). Φιλόσοφος της περιπατητικής σχολής. Καταγόταν από τη Μεσσήνη. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή του, ενώ από το έργο του σώζονται μόνο λίγα αποσπάσματα. Το σύγγραμμά του Βίος Ελλάδος πρέπει να ήταν η πρώτη ιστορία του… … Dictionary of Greek